Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Καλλιέργεια μανιταριών σε κορμούς δέντρων

Πηγή έξτρα εισοδήματος μπορεί να αποτελέσει η άγνωστη μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα, καλλιέργεια φαρμακευτικών μανιταριών πάνω σε κορμούς δέντρων, τα οποία μάλιστα είναι περιζήτητα στις αγορές του εξωτερικού, όχι μόνο για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες αλλά και για τα ιδιαίτερα γαστρονομικά τους χαρακτηριστικά.

Πηγή έξτρα εισοδήματος μπορεί να αποτελέσει η άγνωστη μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα, καλλιέργεια φαρμακευτικών μανιταριών πάνω σε κορμούς δέντρων, τα οποία μάλιστα είναι περιζήτητα στις αγορές του εξωτερικού, όχι μόνο για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες αλλά και για τα ιδιαίτερα γαστρονομικά τους χαρακτηριστικά. Με την εναλλακτική αυτή καλλιέργεια σε κορμούς δέντρων που εφαρμόζεται σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου για την παραγωγή φαρμακευτικών μανιταριών και κυρίως των μανιταριών λεντινούλα (Shitake)και γανόδερμα (Ganoderma), μπορούν να αξιοποιηθούν ορεινές δασικές εκτάσεις με κατώτερης ποιότητας ξυλεία που μένει εντελώς ανεκμετάλλευτη.
Το δέντρο που χρησιμοποιείται περισσότερο για την παραγωγή μανιταριών είναι η δρυς, καθώς το ξύλο είναι πυκνό και ο φλοιός παχύς, στοιχεία που αποτελούν μεγάλα πλεονεκτήματα για την καλλιέργεια των μα
Το δέντρο που χρησιμοποιείται περισσότερο για την παραγωγή μανιταριών είναι η δρυς, καθώς το ξύλο είναι πυκνό και ο φλοιός παχύς, στοιχεία που αποτελούν μεγάλα πλεονεκτήματα για την καλλιέργεια των μανιταριών

Η καλλιέργεια μανιταριών σε τεμάχια βλαστών δένδρων είναι μία πολύ παλιά μέθοδος που αναπτύχθηκε στην Ασία πριν από 2.000 χρόνια. Οι πρώτες μαρτυρίες της καλλιέργειας μανιταριών με αυτή τη μέθοδο χρονολογούνται στην Κίνα από το 600 π.Χ.. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται
σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου για την παραγωγή φαρμακευτικών μανιταριών. Είναι μία σχετικά απλή μέθοδος που δεν απαιτεί από εκείνον που την εφαρμόζει μεγάλα κεφάλαια και ειδικές γνώσεις. Μάλιστα, με τη μέθοδο αυτή μπορούν να καλλιεργηθούν και άλλα είδη μανιταριών, κυρίως τα πλευρώτους.
Η λεντινούλα είναι το δεύτερο περισσότερο καλλιεργούμενο μανιτάρι σε παγκόσμιο επίπεδο μετά το λευκό μανιτάρι Agaricus.
Διακρίνεται από ένα διακριτικό άρωμα που δεν μοιάζει καθόλου με την έντονη οσμή που έχουν οι τρούφες. Θεωρείται πραγματικά "ελιξίριο της ζωής" λόγω των πολλών του φαρμακευτικών ιδιοτήτων που έχει.
Η καλλιέργεια με κορμούς ξύλου σε ελεγχόμενο περιβάλλον δίνει καλύτερα αποτελέσματα από την καλλιέργεια στο δάσος
Η καλλιέργεια με κορμούς ξύλου σε ελεγχόμενο περιβάλλον δίνει καλύτερα αποτελέσματα από την καλλιέργεια στο δάσος
Το γανόδερμα ονομάζεται και "μανιτάρι της αθανασίας" στην Ασία. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική από χιλιετίες. Ανήκει στην ομάδα των μανιταριών, που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη πόρων και όχι ελασμάτων στην κάτω επιφάνεια του καρποφόρου σώματος.
Ποια είδη ξύλου είναι τα κατάλληλα
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ξύλο που θα επιλεγεί για να χρησιμοποιηθεί στην καλλιέργεια των διαφόρων ειδών μανιταριών πρέπει απαραιτήτως να είναι υγιές. Τα φυλλοφόρα φυτά ενδείκνυνται καλύτερα για την καλλιέργεια των φαρμακευτικών μανιταριών, επειδή τα κωνοφόρα περιέχουν στη ρητίνη μία ουσία που προκαλεί παρεμπόδιση της ανάπτυξης του μύκητα.
Κέρδη από την καλλιέργεια μανιταριών σε κορμούς δέντρων
Η χρησιμοποίηση δέντρων με μαλακά φύλλα, όπως η λεύκα, επιτρέπει την παραγωγή μανιταριών σε συντομότερο χρόνο (6-12 μήνες μετά τον εμβολιασμό), ενώ η διάρκεια της παραγωγής είναι 3-4 έτη, σε φυτά που έχουν σκληρά φύλλα όπως είναι ο σφένδαμος.
Το δέντρο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μανιταριών περισσότερο είναι η δρυς. Το ξύλο της δρυός είναι πυκνό και ο φλοιός της παχύς, στοιχεία που αποτελούν πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα για την καλλιέργεια των μανιταριών.
Απόδοση
Οι τεχνικές για την καλλιέργεια και η συγκομιδή της παραγωγής
Κέρδη από την καλλιέργεια μανιταριών σε κορμούς δέντρων
Κορμοί δέντρων βάρους 3,5 τόνων, η αξία των οποίων σαν καυσόξυλα δεν υπερβαίνει τα 150 ευρώ, μπορούν να δώσουν καθαρό εισόδημα από την παραγωγή και πώληση φαρμακευτικών μανιταριών της τάξης των 4.000 ευρώ.
Η καλλιέργεια των μανιταριών αυτών γίνεται με εμβολιασμό στους κορμούς των δέντρων. Συνήθως δημιουργούνται τρύπες, τοποθετείται το μυκήλιο του μανιταριού και στη συνέχεια σφραγίζονται.
Η διάρκεια που πρέπει να περιμένει κανείς μεταξύ του εμβολιασμού και της παραγωγής είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Η διάρκεια αυτή ποικίλλει ανάλογα με το είδος του μύκητα, τις κλιματικές συνθήκες, τα είδη των δέντρων που χρησιμοποιούνται κ.λπ.
Για την έναρξη της παραγωγής μανιταριών, υπολογίζεται μία περίοδος 6-12 μηνών, ενώ η συγκομιδή γίνεται την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Σε σχέση με την καλλιέργεια του μύκητα σε διάφορα υποστρώματα (ρύζι, πριονίδια, άχυρα) σε ελεγχόμενο περιβάλλον, η καλλιέργεια του μυκηλίου σε κορμούς ξύλου προσφέρει τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, όπως:
  • Δεν απαιτεί σημαντικά κεφάλαια για την καλλιέργεια.
  • Το κόστος των ημερομισθίων κατά τη φάση της συντήρησης είναι μικρό.
  • Το κόστος της ενέργειας είναι σχεδόν μηδενικό.
  • Τα μανιτάρια που παράγονται με αυτή τη μέθοδο έχουν μία ιδιαίτερη γεύση.
  • Αξιοποιείται η ξυλεία χαμηλής εμπορικής αξίας με την παραγωγή μανιταριών υψηλής αξίας.
Εχει όμως η μέθοδος αυτή μερικά μειονεκτήματα, όπως:
  • Δεν έχει μεγάλη παραγωγικότητα
  • Δεν είναι εύκολο να διασφαλισθεί μία σταθερή παραγωγή μανιταριών κατά τη διάρκεια των ετών.
  • Η παραγωγή επηρεάζεται από τις κλιματικές μεταβολές αλλά και από την επίδραση βιολογικών παραγόντων (έντομα, ανταγωνιστικοί μύκητες).
  • Η καλλιέργεια με κορμούς ξύλου σε ελεγχόμενο περιβάλλον δίνει καλύτερα αποτελέσματα από την καλλιέργειά τους στο δάσος.
Τα νωπά μανιτάρια διατηρούνται για μια μικρή διάρκεια, δηλαδή μερικές ημέρες έως μία εβδομάδα. Μετά τη συγκομιδή τους τα μανιτάρια πρέπει να ψύχονται στους (1-2οC) το ταχύτερο δυνατόν.
Η μέθοδος με τεχνητό υπόστρωμα
Εκτός από την καλλιέργεια φαρμακευτικών μανιταριών πάνω σε κορμούς δέντρων, υπάρχει και η μέθοδος της παραγωγής τους σε τεχνητό υπόστρωμα που αφορά μεγάλες καλλιεργητικές μονάδες και απαιτεί στοιχειώδεις γνώσεις μυκητολογίας και βιολογίας του μανιταριού.
Μάλιστα, η μέθοδος αυτή υιοθετήθηκε με επιτυχία προ πέντε ετών από την εταιρεία "Μανιτάρια Δίρφυς", στο τιμόνι της οποίας βρίσκονται ο Λευτέρης Λαχουβάρης και ο Θανάσης Μαστρογιάννης.
Εχοντας συνάψει συμβόλαιο με μια ολλανδική εταιρεία, η παραγωγική δυναμικότητα της εταιρείας ανερχόταν τότε σε 4 τόνους φαρμακευτικών μανιταριών την εβδομάδα. Πλέον, η μονάδα των δύο καλλιεργητών παράγει σε ετήσια βάση με τεχνητό υπόστρωμα περί τα 300 κιλά φαρμακευτικών μανιταριών για παρασκευή πούδρας από αποξηραμένα μανιτάρια που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για γκουρμέ γεύσεις. Η τιμή πώλησης σε μορφή σκόνης φθάνει τα 150 ευρώ το κιλό το γανόδερμα και τα 50 ευρώ το κιλό η λεντινούλα, με το κόστος να κινείται στα επίπεδα των 7 ευρώ ανά κιλό.
Βάσει αυτής της μεθόδου, η καλλιέργεια των μανιταριών γίνεται σε τεχνητό υπόστρωμα που έχει σαν βάση το χονδροαλεσμένο σιτάρι που πολλές φορές το ανακατεύουν με πριονίδι βελανιδιάς και το εμπλουτίζουν με αλεύρι και γύψο. Το υπόστρωμα αυτό παστεριώνεται στους 65οC, ώστε να καταστραφούν τα υπάρχοντα παράσιτα. Το υπόστρωμα στη συνέχεια εμβολιάζεται με το μυκήλιο του μανιταριού.
Ειδικοί θάλαμοι
Ο παραγωγός στη συνέχεια τοποθετεί σε υπόγειους θαλάμους ή σε ειδικούς θαλάμους, όπου η θερμοκρασία, η υγρασία, ο αερισμός και ο φωτισμός είναι ο κατάλληλος, ενώ κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των μανιταριών υπάρχει η κατάλληλη μεταβολή των συνθηκών αυτών.
Μάλιστα, η καλλιέργεια του μανιταριού λεντινούλα είναι παρόμοια με εκείνη του πλευρώτους. Εχει ανάγκη από 8 ώρες φωτισμού ημερησίως, αλλά το κυριότερο, έχει ανάγκη από κάποια σοκ (π.χ. θερμικές μεταβολές), ώστε να επιταχυνθεί η καρποφορία.
Τα τεμάχια του υποστρώματος μπορούν να τοποθετηθούν στο έδαφος ή σε εταζέρες ώστε να αυξηθεί η καλλιεργήσιμη επιφάνεια ή να κρεμαστούν από την οροφή.
Η συγκομιδή γίνεται κάθε δύο ημέρες. Το μανιτάρι για να συγκομιστεί "ξεριζώνεται" με τράβηγμα (σε αντίθεση με άλλα μανιτάρια που συγκομίζονται με περιστροφή).
Κάθε τεμάχιο υποστρώματος παραμένει 8 μήνες και δίνει τη δυνατότητα να συγκομιστούν 7-7,5 κιλά μανιταριών κατά μέσο όρο.
Πειράματα για τη βελτίωση των θεραπευτικών ιδιοτήτων
Στο Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μικροβιολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως μας λέει ο Γιώργος Ζερβάκης, επίκουρος καθηγητής, βρίσκονται σε εξέλιξη πειράματα που στοχεύουν στη βελτίωση των διατροφικών και θεραπευτικών ιδιοτήτων επιλεγμένων ειδών εδώδιμων μανιταριών με την παράλληλη αξιοποίηση του σχετικού βιολογικού πλούτου της χώρας μας.
Ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες μύκητες ως προς τη βιολογική δράση των ενώσεων, που παράγουν, ανήκουν εκείνοι που κατατάσσονται στο γένος γανόδερμα. Ορισμένα είδη καλλιεργούνται -κυρίως σε χώρες της Απω Ανατολής- σε γεωργικά ή δασικά υπολείμματα για την παραγωγή μανιταριών, ενώ σχετικά πρόσφατα αναπτύχθηκαν και μεθοδολογίες ανάπτυξης βιομάζας κυρίως σε υγρά μέσα καλλιέργειας. Στα πιο σημαντικά βιοδραστικά συστατικά των μυκήτων γανόδερμα συμπεριλαμβάνονται χημικές ενώσεις, όπως τα τριτερπενοειδή και οι πολυσακχαρίτες.
Τα πρώτα έχει αναφερθεί να παρουσιάζουν ηπατοπροστατευτική, αντιυπερτασική, υποχοληστερολαιμική, αντισταμινική και αντικαρκινική δράση. Οι πολυσακχαρίτες έχουν επιδείξει -και ιδιαίτερα οι β-d-γλυκάνες- αντικαρκινικές ιδιότητες, ενώ παράλληλα εμφανίζουν προστατευτική δράση εναντίον των ελευθέρων ριζών και λειτουργούν προστατευτικά εναντίον του διαβήτη, των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του μεταβολικού συνδρόμου.
Το είδος λεντινούλα σχηματίζει εδώδιμα μανιτάρια σε νεκρά ξυλώδη υποστρώματα. Η καλλιέργειά του σε κομμένους κορμούς ή σε πριονίδια ξύλου κι αργότερα σε γεωργικά υπολείμματα έλαβε σημαντικές διαστάσεις κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα λόγω των αξιόλογων οργανοληπτικών αλλά και διατροφικών ιδιοτήτων του συγκεκριμένου μανιταριού. Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 διαπιστώθηκε πως υδατικά εκχυλίσματα της λεντινούλας κατέστειλαν την ανάπτυξη καρκινικών όγκων, δράση η οποία αποδόθηκε στους πολυσακχαρίτες που περιείχε ο μύκητας (και ειδικότερα στην ουσία λεντινάνη). Επιπλέον το φαρμακευτικό μανιτάρι λεντινούλα δρα σαν ενισχυτικό του ανοσοποιητικού συστήματος.